περίσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσπλαγχνος Medium diacritics: περίσπλαγχνος Low diacritics: περίσπλαγχνος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΛΑΓΧΝΟΣ
Transliteration A: perísplanchnos Transliteration B: perisplanchnos Transliteration C: perisplagchnos Beta Code: peri/splagxnos

English (LSJ)

περίσπλαγχνον, great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmütig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. άσπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.

Russian (Dvoretsky)

περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.

Middle Liddell

περί-σπλαγχνος, ον, [σπλάγχον]
great-hearted, Theocr.