εἰκοσάκις
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
twenty times, Il.9.379, Pl.Lg.771b, etc.
Spanish (DGE)
adv. veinte veces c. el valor aumentativo de muchísimas veces οὐδ' εἴ μοι δεκάκις τε καὶ εἰ. τόσα δοίη ὅσσα τέ οἱ νῦν ἔστι Il.9.379, ὥστε καὶ ἅπαξ καὶ εἰ. ὄνομα αὐτοκράτορος σχεῖν D.C.52.41.3, διαβαίνειν αὐτὸν πλεῖν ἢ εἰ. Procop.Aed.5.2.7, cf. Orac.Sib.3.354
•mat. para expresar una multiplicación por veinte ἓν καὶ εἴκοσιν εἰ. veintiuno por veinte Pl.Lg.771b, ταῦτα εἰ. καὶ ἑπτάκι eso multiplicado por veintisiete Hero Metr.1.19, cf. 2.18, μυριάδων ... εἰ. veinte veces de miríadas Plu.2.733a, εἰ. τὰ εἴκοσι τετρακόσια γίνεται Phlp.in Mete.20.14, cf. Gal.7.512, Alex.Aphr.in Top.586.7, Didym.Gen.184.18, Sch.Hypsicl.34.
German (Pape)
[Seite 727] zwanzigmal, Plat. u. A.
French (Bailly abrégé)
adv.
vingt fois.
Étymologie: εἴκοσι, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
εἰκοσάκις: (ᾰ) adv. двадцать раз Hom., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσάκις: εἴκοσι φοράς, Ἰλ. Ι. 379, κτλ.
English (Autenrieth)
twenty times.
Greek Monolingual
(AM εἰκοσάκις) επίρρ.
(αριθμητ.) είκοσι φορές.
Greek Monotonic
εἰκοσάκις: (εἴκοσι), είκοσι φορές, σε Ομήρ. Ιλ.