προαφηγέομαι
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Ion. προαπηγέομαι, relate before, τὴν συμφορήν Hdt.3.138, cf. PMasp.89.24 (vi.A.D.).
German (Pape)
[Seite 709] ion. προαπηγ., dep. med., vorher erzählen, Her. 3, 138 u. Sp., wie Synes.
French (Bailly abrégé)
προαφηγοῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφηγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.
Greek Monotonic
προαφηγέομαι: Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από πριν, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προαφηγέομαι: Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.