θεοφιλής

From LSJ
Revision as of 10:53, 28 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοφιλής Medium diacritics: θεοφιλής Low diacritics: θεοφιλής Capitals: ΘΕΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: theophilḗs Transliteration B: theophilēs Transliteration C: theofilis Beta Code: qeofilh/s

English (LSJ)

θεοφιλές, (φιλέω)
A dear to the gods, highly favoured, of persons, Hdt.1.87, Democr.217, Pl.R.382e, Phlb.39e, etc.; of Moses, Ph.2.218 (Sup.); as honorary epithet in Egypt, Sammelb.421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.I.6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν… θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.Eu.869 (Sup.); τύχαι Id.Fr.350.3; ἑορτή Ar.Ra.446; μοῖρα X. Ap.32; ἐπιτήδευμα lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.Euthphr.7a; θεοφιλές [ἐστιν] εἰit is a mark of divine favour, if... Plu.2.30f. Adv. θεοφιλῶς = in a manner dear to the gods, with love of the gods, θεοφιλῶς πράττειν = to act as the gods will, Pl.Alc.1.134d: Comp. θεοφιλέστερον, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70.
II Act., loving God, Ph.2.415, Luc. JTr.47 (Sup.), Agath.3.13, Cod.Just.1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον θεοφιλῶς ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, gottgeliebt; χώρα θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; πόλις Pind. I. 5, 62; ἑορτή Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; μοῖρα, d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aimé des dieux, cher aux dieux;
2 fortuné, heureux;
Cp. θεοφιλέστερος, Sp. θεοφιλέστατος.
Étymologie: θεός, φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

θεοφῐλής:
1 любезный или угодный богам (πόλις Pind.; χώρα Aesch.; ἑορτή Arph.; ἀνήρ Plat., Arst., Plut.; πομπή Plut.);
2 счастливый, блаженный (τύχαι Aesch.; μοῖρα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοφῐλής: -ές, (φιλέω) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87· πόλις Πίνδ. Ι. 6 (5). 96· ἀντίθετ. τῷ θεομισής, πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· χώρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281· ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443· μοῖρα Ξεν. Ἀπολ. 32· ἐπιτήδευμα Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., σημεῖον θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς πράττω, ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

English (Slater)

θεοφῐλής loved by heaven τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)

Greek Monolingual

-ές (AM θεοφιλής, -ές)
αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής», Πλάτ.)
νεοελλ.-μσν.
(υπερθ.) θεοφιλέστατος
προσωνυμία χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων
αρχ.
αυτός που αγαπά τον θεό.
επίρρ...
θεοφιλῶς (AM)
1. με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς
2. με αγάπη προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].

Greek Monotonic

θεοφῐλής: ές (φίλος), αγαπητός στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., θεοφιλῶς πράττειν, πράττω σύμφωνα με τη βούληση των θεών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θεο-φῐλής, ές φίλος
dear to the gods, highly favoured, Hdt., Pind., Attic adv., θεοφιλῶς πράττειν to act as the gods will, Plat.

English (Woodhouse)

dear to the gods, loved by God, loved by the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)