θρεπτέος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
α, ον, (τρέφω)
A to be fed, to be nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R. 403c.
II θρεπτέον = one must feed, one must keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.
2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τρέφω.
Greek Monotonic
θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.
Middle Liddell
θρεπτέος, η, ον verb. adj. of τρέφω,]
I. to be fed, Plat.
II. θρεπτέον, one must feed, Xen.
2. from Pass., one must be fed, one must live, Xen.