μέτηλυς
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον)
A one who passes from one place to another, foreign settler, PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; μετήλυδες Ὠκεανοῖο, of cranes, Tryph.352.
II as adjective, μ. ὀμφητήρ Id.133; changing, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, of a dancer, Nonn. D. 10.241, 12.365.
German (Pape)
[Seite 160] υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.
Greek (Liddell-Scott)
μέτηλῠς: -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, μέτοικος, Διον. Π. 689· πρβλ. μέτοικος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241.
Greek Monolingual
μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο
2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)
αρχ.
(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- του -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπηλυς)].
Translations
emigrant
Albanian: emigrant; Arabic: مُهَاجِر, مُهَاجِرَة; Armenian: էմիգրանտ, արտագաղթող; Azerbaijani: mühacir; Belarusian: эмiгрант, эмiгрантка, высяленец, высяленка; Bengali: মুহাজির; Chinese Cantonese: 移民; Mandarin: 移民; Min Nan: 移民; Czech: emigrant, emigrantka, vystěhovalec, vystěhovalkyně; Danish: emigrant, udvandrer; Dutch: uitwijkeling, uitwijkelinge, landverhuizer, landverhuizerin, emigrant, emigrante; Estonian: emigrant; Finnish: maastamuuttaja; French: émigré, émigrée, émigrant, émigrante; Galician: emigrante; Georgian: ემიგრანტი; German: Auswanderer, Auswanderin, Emigrant, Emigrantin, Aussiedler; Greek: απόδημος, απόδημη; Ancient Greek: ἄποικος, μέτηλυς, μετοικιστής, μέτοικος, περατής; Hebrew: יוֹרֵד; Hindi: उत्प्रवासी; Hungarian: kivándorló, emigráns; Icelandic: förufólk, útflytjandi; Italian: emigrante; Japanese: 移民; Kazakh: эмигрант; Korean: 이민(移民); Kyrgyz: эмигрант; Latvian: emigrants; Lithuanian: emigrantas; Macedonian: иселеник, иселеничка, емигрант, емигрантка; Norwegian Bokmål: utvandrer, emigrant; Nynorsk: utvandrar, emigrant; Persian: مهاجر; Polish: emigrant, emigrantka; Portuguese: emigrante; Romanian: emigrant, emigrantă; Russian: эмигрант, эмигрантка; Scottish Gaelic: eilthireach; Serbo-Croatian Cyrillic: исељѐнӣк, исељѐница, емѝгрант, емѝгранткиња; Roman: iseljènīk, iseljènica, emìgrant, emìgrantkinja; Slovak: emigrant, emigrantka, vysťahovalec, vysťahovalkyňa; Slovene: izseljenec, izseljenka, emigrant, emigrantka; Spanish: emigrante; Swedish: emigrant; Tagalog: manluluwasbayan; Tajik: муҳоҷир; Turkish: muhacir; Ukrainian: емігрант, емігрантка; Uzbek: muhojir, emigrant; Vietnamese: người di cư; Volapük: setevan, hisetevan, jisetevan, setevanef, hisetevanef, jisetevanef; Walloon: ebagant; Yiddish: עמיגראַנט