ἐρημίτης

From LSJ
Revision as of 14:24, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημίτης Medium diacritics: ἐρημίτης Low diacritics: ερημίτης Capitals: ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Transliteration A: erēmítēs Transliteration B: erēmitēs Transliteration C: erimitis Beta Code: e)rhmi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.

German (Pape)

[Seite 1026] ὁ, der Einsiedler, K. S.

Greek Monolingual

ερημίτης, ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῖτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) έρημος
αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου
παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου
νεοελλ.-μσν.
1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής
2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιά
αρχ.
φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος της ερήμου (ΠΔ).