Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγχίμολος

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχῐ́μολος Medium diacritics: ἀγχίμολος Low diacritics: αγχίμολος Capitals: ΑΓΧΙΜΟΛΟΣ
Transliteration A: anchímolos Transliteration B: anchimolos Transliteration C: agchimolos Beta Code: a)gxi/molos

English (LSJ)

ἀγχίμολον, (μολεῖν) coming near; Ep. word, mostly used in neut. as adverb, near, close at hand, ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, cf. Od.8.300, etc., Hes.Sc.325; ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352; ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν = close behind him, Od.17.336: c. gen., ἕθεν ἀγχίμολοι cj. in Theoc.25.203.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que se acerca, que viene cerca τραχεῖαι στυγεραί τε καὶ ... ἀγχίμολοι = ásperas y funestas al acercarse A.Fr.168.28.
2 gener. neutr. como adv. cerca c. dat. ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, ἀ. δέ σφ' ἦλθε Il.24.283, Hes.Sc.325
c. giro preposicional ἀ. μετ' αὐτόν = siguiéndolo de cerca, Od.17.336
abs. ἀ. δὲ σύες ... ἦλθον Od.14.410, cf. 17.260, A.R.2.357, 4.1001
gener. de cerca ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'approche, voisin ; adv. • ἀγχίμολον, tout auprès de, τινι ; ἐξ ἀγχιμόλοιο IL de près ; avec idée de temps, aussitôt après.
Étymologie: ἄγχι, μολεῖν.

German (Pape)

poet., nahe kommend, nahe, neutr. Adverbial; Hom. stets im neutr., ἀγχίμολον ἦλθε Il. 4.529, Od. 8.300 und öfter, ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο Il. 24.352, aus der Nähe; οἵ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. 25.203; ἀγχίμολον μετ' αὑτόν Od. 17.336, bald, oder richtiger: dicht hinter ihm. – Ein Verbum ἀγχιμολεῖν hat Nonn. D. 25.666.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίμολος: близкий, ближний: ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. с близкого расстояния, вблизи; οἱ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. те, которые жили рядом с ним.

English (Autenrieth)

(μολεῖν): coming near, mostly adv. acc. with ἐλθεῖν, ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. ἐγγύθεν. Implying time, ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘close after him,’ Od. 17.336.

Greek Monolingual

ἀγχίμολος, -ον (Α)
1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μολεῖν.

Greek Monotonic

ἀγχίμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, πλησίον· ομοίως και ἐξ ἀγχιμόλοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μολεῖν
coming near, c. gen., Theocr.: —in Hom. only in as adv. near, close at hand; so ἐξ ἀγχιμόλοιο Il.