θανατούσια
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, a feast of the dead, Luc.VH2.22.
German (Pape)
[Seite 1186] τά, sc. ἱερά, das Todtenfest, Luc. V. H. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fête des morts.
Étymologie: θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτούσια: τά (sc. ἱερά) празднество в честь мертвых uc.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτούσια: (ἐνν ἱερά), τά, ἑορτὴ τῶν νεκρῶν, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.
Greek Monolingual
θανατούσια, τὰ (Α)
εορτή τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. θανατούσια, ενν. ιερά < θάνατος, κατά το γερουσία.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτούσια: (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμή των νεκρών, σε Λουκ.