θανατούσια

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, a feast of the dead, Luc.VH2.22.

German (Pape)

[Seite 1186] τά, sc. ἱερά, das Todtenfest, Luc. V. H. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fête des morts.
Étymologie: θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτούσια: τά (sc. ἱερά) празднество в честь мертвых Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτούσια: (ἐνν ἱερά), τά, ἑορτὴ τῶν νεκρῶν, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.

Greek Monolingual

θανατούσια, τὰ (Α)
εορτή τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. θανατούσια, ενν. ιερά < θάνατος, κατά το γερουσία.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτούσια: (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμή των νεκρών, σε Λουκ.

Middle Liddell

sc. ἱερά, τά, a feast of the dead, Luc.