θρασύμαχος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
θρασύμαχον, bold in battle, Arist.Rh.1400b20: as pr. n., Thrasymachus:—hence Adj. θρασυμάχειος, α, ον, ἑρμηνεία style of T., D.H.Dem.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hardi dans le combat.
Étymologie: θρασύς, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύμᾰχος: (ῠ) храбрый в бою Arst.
Greek (Liddell-Scott)
θρασύμᾰχος: -ον, ὁ μετὰ θράσους μαχόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 29.
Greek Monolingual
θρασύμαχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μαχος < μάχομαι (πρβλ. θεομάχος, μονομάχος)].
Greek Monotonic
θρασύμᾰχος: -ον (μάχομαι), ο γενναίος στο πεδίο της μάχης, σε Αριστ.