ἐμπαροινέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
aor.
A ἐνεπαροίνησα J.Ap.1.8:—behave like one drunken, Luc.Tim.14; act offensively, τινί to another, Ph.2.403, Luc.DDeor. 5.4; τοῖς πράγμασι J.AJ6.12.7; ἐ. ψεύσμασιν indulge recklessly in slanders, ib.20.8.3.
German (Pape)
[Seite 810] (s. παροινέω), im Rausche od. wie ein Betrunkener gegen Etwas verstoßen, Einen frech od. schimpflich behandeln, beleidigen, τινί, Luc. D. D. 5, 4; absol. ἐμπαροινήσει Tim. 14, im Weine schwelgen, sich gütlich thun.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαροινέω: φέρομαι ὡς μεθυσμένος, Λουκ. Τίμ. 14· φέρομαι προσβλητικῶς, ὑβριστικῶς πρός τινα, ὁ αὐτὸς Θεῶν Δ. 5. 4· τοῖς πράγμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 12, 7.