βρύκω

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρύκω Medium diacritics: βρύκω Low diacritics: βρύκω Capitals: ΒΡΥΚΩ
Transliteration A: brýkō Transliteration B: brykō Transliteration C: vryko Beta Code: bru/kw

English (LSJ)

or βρύχω [ῡ] (the former Att. acc. to Moer. and Ammon.; the distn. βρύκω

   A bite, βρύχω gnash does not hold good), mostly pres.: fut. βρύξω Hp.Mul.1.2, Lyc.678: aor. ἔβρυξα Hp. Epid.5.86, Nic.Th.207, al., AP7.624 (Diod.), (ἐπ-) Archipp.35: aor. 2 ἔβρῠχε AP9.252 (late, perh. impf.): for βέβρῡχα, v. βρυχάομαι: —Pass., v. infr.:—eat greedily, gobble, γνάθος ἱππείη βρύκει champs the bit, Hom.Epigr.14.13; ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ [κρέα] . . βρύκειν E. Cyc.358, cf. 372; πρὸς ταῦτα βρύκετ' Ar.Pax1315; bite, βρύκουσ' ἀπέδεσθαι . . τοὺς δακτύλους biting, Id.Av.26; of smoke, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ Id.Lys.301; later, simply, devour, consume, Nic.Al. 489, al.; βρύξας, of the sea, is perh. f.l. for βρόξας in AP7.624 (Diod.): metaph., tear in pieces, devour, of a gnawing disease, βρύκει S.Tr.987 (lyr.); βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν Cratin.58; τὰ πατρῷα βρύκει Diph. 43.27:—Pass., ἀπόλωλα, τέκνον, βρύκομαι S.Ph.745; βρυχθεὶς ἁλί AP9.267 (Phil.).    II gnash or grind the teeth, τοὺς ὀδόντας βρύχει Hp.Mul.1.7, etc., cf. AP15.51 (Arch.); τὸ στόμα β. Babr.95.45; β. τοὺς ὀδόντας ἐπί τινα Act.Ap.7.54; also βρύχει alone, Hp. Mul.2.120; also intr., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ib.1.36; βρῦκον στόμα Nic. Al.226, cf. Th.207, al.:—Med., βρύχονται Hp.Morb.Sacr.1 (prob.).

German (Pape)

[Seite 466] beißen, Soph. Trach. 987; τοῖς ὀδοῦσιν Ath. III, 91 c; zerbeißen, verschlingen, Ar. Av. 26 Pax 1270 Lys. 301; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Diphil. Ath. VII, 292 (v. 27); vom Meere, βρύξας τινά Diod. 16 (VII, 624); pass., ἁλὶ βρυχθείς Philp. 77 (IX, 267); öfter bei Nic., der auch intrans. βρῦκον στόμα, der zugebissene Mund, sagt, Al. 226; Zähneknirschen, Hom. ep. 15, 13; vgl. βρύχω.

Greek (Liddell-Scott)

βρύκω: ἢ βρύχω [ῡ], (τὸ πρῶτον εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος κατὰ Μοῖριν καὶ Ἀμμών.) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ᾿ ἐνεστ.· μέλλ. βρύξω Ἱππ. 589. 44, Λυκόφρ. 678· ἀόρ. ἔβρυξα Ἱππ. 1160D, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 624· ἀόρ. β' ἔβρῠχε αὐτόθι 9. 252 (ἐκτὸς ἂν ὁ μεταγεν. οὗτος ποιητὴς μετεχειρίσθη ῠ ἐν τῷ παρατ.)· περὶ τοῦ βέβρυχα ἴδε βρυχάομαι· ― παθ., ἴδε κατωτ. Τρώγων ποιῶ πολὺν κρότον, τρώγω λάβρως, λαιμάργως, γνάθος ἵππειος βρύκει Ἐπιγρ. Ὁμ. 14. 13· ἑφθὰ καὶ ὁπτὰ κρέ… βρύκειν Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. 372· πρὸς ταῦτα βρύκετ' Ἀριστοφ. Εἰρ. 1315· βρύκουσ' ἀπέδεσθαι.. τοὺς δακτύλους, δάκνουσα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 26· ἐπὶ καπνοῦ, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ ὁ αὐτ. Λυσ. 301· ― μεταφ., κόπτω εἰς τεμάχια, σπαράττω, κατατρώγω, ἐπὶ διαβρωτικῆς νόσου, βρύκει Σοφ. Τρ. 987· βρύκει γὰρ ἄπαν τὸ παρὸν Κρατῖν. Δραπ. 2· τὰ πατρῷα βρύκει Δίφιλ. Ζωγρ. 1. 27· ― παθ., ἀπόλωλα, τέκνον, βρύκομαι Σοφ. Φ. 745· ἁλὶ βρυχθεὶς Ἀνθ. ΙΙ. 9. 267. ΙΙ. τρίζω τοὺς ὀδόντας, τοὺς ὀδόντας βρύχει Ἱππ. 593. 29, κτλ.· ὡσαύτως μόνον βρύχει ὁ αὐτ. 643. 42· καὶ μὲ σημασ. οὐδετέρ., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ὁ αὐτ. 604. 20· οὕτω βρῦκον στόμα Νίκ. Ἀλ. 226.