κνῖσος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
εος, τό, = κνῖσα, Com.Adesp.608, Sch.Il.2.423.
German (Pape)
[Seite 1461] oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάθη, τὸ πάθος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ,
Greek (Liddell-Scott)
κνῖσος: τό, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ κνῖσα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 335a, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 423, Εὐστ..
Greek Monolingual
κνῖσος, τὸ (Α)
κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του κνῖσα, κατά τα ουδ. σε -ος].