εἴκασμα
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
εἰκάσματος, τό,
A likeness, A.Th.523 (lyr.), Porph.Plot.1, Iamb.Comm.Math.8; θεὸς πολύμορφον εἴ. Secund. Sent.3.
II probability, Max. Tyr.9.3 (pl.).
Spanish (DGE)
εἰκάσματος, τό
1 imagen, representación τοῦ χθονίου δέμας δαίμονος, ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς A.Th.523, Γύ[γην γὰρ ὡ] ς ἐσεῖδον, [ο] ὐκ εἴ. τι Trag.Adesp.664.18, ἔν τε γραπτοῖς ἔν τε πλαστοῖς εἰκάσμασι θεῶν Plu.2.381d, cf. D.Chr.12.58, γράφοντος ἐκ τοῦ τῇ μνήμῃ ἐναποκειμένου ἰνδάλματος τὸ εἴ. Porph.Plot.1, cf. Gr.Naz.Ep.51.3, Thdt.Is.14.396
•en sent. intelectual εἰκάσματα ἐκείνων (τῶν ἰδεῶν) καὶ εἴδωλα νοητά Iambl.Comm.Math.8, cf. Secund.Sent.3.
2 probabilidad, verosimilitud ἀποδεικνὺς δὲ τεκμηρίοις καὶ πίστεσιν καὶ εἰκάσμασιν Max.Tyr.3.3.
3 ret., tipo de símil cuya imagen sirve para ridiculizar a una persona, Hdn.Fig.21, cf. εἰκασμός.
German (Pape)
[Seite 726] τό, Abbild, Aesch. Spt. 513 u. Sp.; εἰκάσματα θεῶν Poll. 1, 7. Bei Max. Tyr. = Vermutung.
French (Bailly abrégé)
εἰκάσματος (τό) :
représentation, image.
Étymologie: εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἴκασμα: εἰκάσματος τό
1 образ (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);
2 подобие (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εἴκασμα: τό, ὁμοίωμα, εἰκών, Αἰσχύλ. Θήβ. 523. ΙΙ. εἰκασία, συμπερασμός, Μάξ. Τύρ. 9. 3.
Greek Monolingual
το (AM εἴκασμα) εικάζω
1. ομοίωμα, απεικόνισμα
2. ό,τι προκύπτει από την εικασία, η πιθανότητα.
Greek Monotonic
εἴκασμα: εἰκάσματος, τό (εἰκάζω),
I. ομοίωμα, εικόνα, σε Αισχύλ.