ὄψ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
(A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,
A voice, whether in speaking, shouting, lamenting, Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing, Κίρκης . . ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221, cf. 5.61; ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152; of lambs, ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435; of flutes, αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532. II word, ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53; ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137, cf. 21.98, S.El.1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)
ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)
A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63.
German (Pape)
[Seite 431] ὀπός, ἡ (ἔπος), die Stimme des Sprechenden, Singenden, Rufenden; οὐδέ πω Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος, Il. 16, 76; Μοῦσαι ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, 1, 604; ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ, Od. 10, 221; der Sirenen, 12, 52; auch von den Cicaden, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι, Il. 3, 152; ἀρνῶν, 4, 435; Ausspruch, Rede, 7, 53. 11, 137. 21, 98; Pind. ἔβαλεν ὕμνος ὀπὶ νέων κελαδέων, N. 3, 63; ὄπα γλυκεῖαν προχεόντων ἐμάν, P. 10, 56, öfter; Aesch. Suppl. 58; Soph. El. 1057; ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, Eur. Hec. 555; ἐξέκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον, Ion 1204, öfter; einzeln bei sp. D.; der plur. scheint nicht vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
ὄψ: (Α), ἡ, ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τοῦ ἑνικοῦ, ὀπός, ὀπί, ὄπα˙ - φωνή, εἴτε ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Ἰλ. Π. 76˙ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης Β. 182, κτλ.˙ εἴτε ἔν ᾄσματι, Κίρκης .. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Ὀδ. Κ. 221, πρβλ. Ε. 61˙ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Ἰλ. Α. 604˙ οὕτω παρ’ Ἡσ., Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς˙ ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν τεττίγων, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Ἰλ. Γ. 152˙ τῶν ἀμνῶν, ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν Δ. 435˙ τῶν αὐλῶν, αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Θέογν. 532. ΙΙ. λόγος, ὣς γὰρ ἐγὼν ὄπ’ ἄκουσα θεῶν Ἰλ. Η. 53˙ ἀμείλικτον δ’ ὄπ’ ἄκουσαν Λ. 137., Φ. 98, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1068, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, ὅθεν καὶ ἔπος, εἰπεῖν).