ἀγενής

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγενής Medium diacritics: ἀγενής Low diacritics: αγενής Capitals: ΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: agenḗs Transliteration B: agenēs Transliteration C: agenis Beta Code: a)genh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A unborn, uncreated, Pl.Ti.27c.    II of no family, ignoble, opp. ἀγαθός, S.Fr.84, cf. POxy.33 5.5 (ii A. D.); of things, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι Sch. Od. 11.568; cf. AB336, St.Byz. s.v. Ἀνακτορεία.    III childless, Is.2.10, cf. Harp. (ἄπαις codd.).

German (Pape)

[Seite 12] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενής ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur ἄπαις). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. ἀγεννής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, ταπεινός, ποταπός, δειλός, φαῦλος, ἐναντίον τοῦ ἀγαθός, Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ μέτρον δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος εἶναι ἀγεννής, Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκογενείας, ὅ ἐ. ἄπαις, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀγενής.