γειομόρος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
= γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
Russian (Dvoretsky)
γειομόρος: ὁ Anth. = γεωμόρος.
Greek (Liddell-Scott)
γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
Greek Monolingual
γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].
Translations
landowner
Asturian: terrateniente; Belarusian: землеўласнік, землеўласніца, землеўладальнік, землеўладальніца, памешчык, памешчыца, абшарнік, абшарніца; Bulgarian: земевладелец; Catalan: terratinent; Chinese Mandarin: 地主; Czech: statkář, statkářka; Danish: jordbesidder, jordejer; Dutch: grondbezitter; Faroese: jarðareigari; Finnish: maanomistaja; French: propriétaire terrien, propriétaire terrienne; Galician: terratenente; Georgian: მიწათმფლობელი; German: Grundbesitzer, Grundbesitzerin; Greek: γαιοκτήμονας, κτηματίας; Ancient Greek: ἀγροῖκος, ἄγροικος, γαμόρος, γειομόρος, γεοῦχος, γεωμόρος, γημόρος, ἐγκτήτωρ, ἐνκτήτωρ, ἐπιγεοῦχος, κληροῦχος, κτηματίτης; Hindi: ज़मींदार, जमींदार; Hungarian: földbirtokos; Icelandic: landeigandi, jarðeigandi; Irish: uachtarán, urra; Italian: proprietario terriero; Japanese: 地主; Korean: 지주(地主); Macedonian: земјопоседник, земјопоседничка, земјовладелец земјовладелица, земјовладејач, земјовладејачка; Maori: kaipupuri whenua; Norwegian Bokmål: grunneier, jordeier; Nynorsk: grunneigar, jordeigar; Occitan: tèrratenent; Old English: landāgend; Persian: زمیندار; Polish: właściciel ziemski, właścicielka ziemska; Portuguese: terratenente; Russian: землевладелец, землевладелица, помещик, помещица; Serbo-Croatian Cyrillic: земљопоседник, земљопосједник, земљовласник; Roman: zemljoposednik, zemljoposjednik, zemljovlasnik; Slovak: statkár, statkárka; Spanish: terrateniente; Swedish: markägare, godsägare, jordägare; Turkish: arazi sahibi, ağa; Ukrainian: землевласник, землевласниця, помі́щик, помі́щиця; Urdu: زمیندار; Volapük: länedal, hilänedal, jilänedal