ἠχέω
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
Aeol.and Dor. ἀχέω [ᾱ]: I intr., sound, ring, peal, ἠχεῖ δὲ κάρη . . Ὀλύμπου Hes.Th.42; ὅταν ἀχήσῃ πολιὸς βυθός Mosch.Fr.1.4; ἀχοῦσι προσπόλων χέρες E.Supp.72 (lyr.); of metal, ἠχέεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Hdt.4.200; τὰ χαλκία πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Pl.Prt.329a, cf. Men.66.4; of the grasshopper, chirp, Alc.39, Theoc.16.96; of the ears, tingle, ἠχήσει τὰ ὦτα LXX 1 Ki.3.11; διὰ τί ἠχεῖ ἢ διὰ τί ἐμφαίνεται; impers., of anecho, Arist.AP0.98a27. 2 suffer from noises in the ears, Herod.Med. ap. Orib.10.40.3. II c. acc. cogn., ἀχεῖν (ἰαχεῖν codd.) ὕμνον to let it sound, A.Th.869 (lyr.); κωκυτόν S.Tr.866; γόους Id.Fr.523; ὕμνους E.Ion883 (lyr.); χαλκέον ἄχει sound the cymbal! Theoc.2.36; ἐφεξῆς ἠχοῦντα αὐτά (sc. τὰ φωνήεντα) Demetr.Eloc.71: —Med., ἀχεῖσθαί τινα to sound his praises, dub. in Pi.Fr.75.19:— Pass., ἠχεῖται κτύπος a sound is made, S.OC1500. (Cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1180] (vgl. oben ἀχέω), schallen, ertönen, rauschen; ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου Hes. Th. 42; τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar. Nubb. 164; φόρμιγξ ἠχήσειεν ἐπ' εὐχαῖς ἡμετέραις, sie mag dazu ertönen, Th. 327; ἤχεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Her. 4, 200; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; Sp.; einen Laut von sich geben, neben διαλέγεσθαι Plut. Cor. 38. – Auch trans., erschallen lassen, anstimmen, ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον κωκυτόν Soph. Tr. 863; dah. pass., τίς αὖ παρ' ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος O. C. 1696. Vgl. noch Theocr. 2, 36 τὸ χαλκίον ὡς τάχος ἄχει, laß ertönen; τὰ φωνήεντα, aussprechen, Dem. Phaler. 71. S. auch ἰάχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχέω: Δωρ. ἀχέω ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· ὅταν ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· συχνάκις ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, τερετίζω, Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, κάμνω νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· μέλος Εὐρ. Ἴωνι 883· χαλκίον ἄχει, κρότει τὸ κύμβαλον, Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται κτύπος, γίνεται ἦχος, Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι πολλάκις μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, ἰάχημα, Elmsl. Εὐρ. Ἡρακλ. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. ἰαχέω.