ἐγκρύπτω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A hide or conceal in, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15; τι εἴς τι Ev.Matt.13.33, Apollod.1.5.1 (Pass.), etc. 2 πῦρ ἐ. bank it up, Ar.Av.841. 3 Med., hide oneself, μελάθροις Nonn.D.32.285.
German (Pape)
[Seite 710] verstecken, verbergen in Etwas, δαλὸν σποδιῇ Od. 5, 488; ἐν δέρματι ἐγκρύψαι τι Arist. H. A. 9, 33; Ap. Rh. 1, 170; πῦρ ἔγκρυπτ' ἀεί Ar. Av. 841, halte es immer darin verborgen; ὥςπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν Sotad. Ath. VII, 293 (v. 29). – Med., sich verbergen, θαλάσσῃ, im Meere, Nonn. D. 2, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― κρύπτω, κρύπτω ἐντός, δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.