μορτή
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ἡ, (μείρομαι A)
A part, portion, esp. the portion of a métayer in the proceeds of an estate, Poll.7.151, Eust.1854.31: acc. sg. μορτάν Hsch.
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, Theil, Antheil, bes. der Antheil des colonus partiarius an dem Ertrage eines Landes, welches derselbe für einen gewissen Antheil an den Früchten bestellt, gewöhnlich der sechste Theil, VLL., nach Poll. 7, 151 richtige Leseart für μοργή. Auch μοργίον, μέτρον γῆς, πλέθρον, Hesych. richtiger μορτίον. Dah. μορτΐτης γεωργός, colonus partiarius, neugriechisch. Vgl. ἐπίμορτος.
Greek (Liddell-Scott)
μορτή: ἡ, (μείρομαι) μέρος, μερίδιον, κυρίως, ὡς καὶ νῦν, τὸ συμπεφωνημένον μερίδιον ὅπερ ἔδιδεν ὁ μορτίτης εἰς τὸν ἰδιοκτήτην, συνήθως τὸ ἓν ἕκτον τῆς ἐσοδείας, Πολυδ. Ζ΄, 151, Εὐστ. 1854. 31· - ἐντεῦθεν, ἐπίμορτος γῆ, ἡ καλλιεργουμένη ὑπὸ μορτίτου, Σόλων παρὰ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐπίμορτος γεωργός, colonus partiarius, ὁ μορτίτης, Ἡσύχ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ γεωργὸς μορτίτης, ἴδε Δουκάγγ.