νομαῖος

From LSJ
Revision as of 11:24, 4 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομαῖος Medium diacritics: νομαῖος Low diacritics: νομαίος Capitals: ΝΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nomaîos Transliteration B: nomaios Transliteration C: nomaios Beta Code: nomai=os

English (LSJ)

νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, χίμαρος AP6.157 (Theodorid.); ἀλάλαγμα νομαῖον a shepherd's cry, Call.Fr.310; growing in pastures, ἕρπυλλον Nic.Th. 67.

German (Pape)

von der Weide, auf der Weide lebend, χίμαρος νομαία, ἡ ἐκ τῆς νομῆς, Suid. aus Theodorid. 4 (VI.157).

Russian (Dvoretsky)

νομαῖος: живущий на пастбище или в стаде (χίμαρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νομαῖος: νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, χίμαρος Ἀνθ. Π. 6. 157· ἀλάλαγμα ν., τοῦ ποιμένος κραυγή, Καλλ. Ἀποσπ. 310· - τὰ νομαῖα, πληρωμὴ διὰ τὴν βοσκήν, Γλωσσ.

Léxico de magia

-ον pastoril de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἄμβροτε, ἐπήκοε, Περσία, νομαίη a ti te suplico, inmortal, atenta, Persa, pastoril P IV 2271 (cj. Ri.)

Spanish

pastoril

Greek Monolingual

νομαῖος, νομαία, νομαῖον (Α)
1. νομαδικός, ποιμενικός
2. αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νομαῖα
η αμοιβή για τη βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πυργαίος].

Greek Monotonic

νομαῖος: νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, σε Ανθ.