ἑστιοῦχος
English (LSJ)
ἑστίουχον,
A guarding the house, Δήμητερ ἑστιοῦχ' Ἐλευσῖνος χθονός guardian of.., E.Supp. 1, cf. Ar.Av.866, Pl.Lg.878a.
2 having an altar or having a hearth, γαῖα, πόλις, αὐλά, A.Pers.511, S.Ant.1083, E.Andr.283 (lyr.).
3 on the hearth or on the altar, ἑστιοῦχος ψόλος A.Fr.281.2 (prob.); πῦρ Plu.2.158c.
II entertainer, feaster, host, Ar.Fr.776, Ph.1.389.
German (Pape)
[Seite 1045] 1) einen Heerd habend, γαῖα, heimathliches Land, Aesch. Pers. 503; αὐλή, die Wohnung enthaltend, Eur. Andr. 283; πόλιν Soph. Ant. 1070, nach Schol. τὴν ἑστίαν καὶ βωμοὺς ἔχουσαν, die heilige Stadt. – 2) den Heerd, das Haus schirmend, bes. von den Schutzgöttern des Hauses u. Landes; so heißt Demeter ἑστιοῦχ' Ἀλευσῖνος χθονός Eur. Suppl. 1; Plat. Legg. IX, 878 a; vgl. Ar. Av. 866; θεοί Poll. 1, 24. – Nach Poll. 6, 11 brauchte es Ar. = ἑστιάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui possède un foyer ou un autel domestique ; saint, consacré;
2 qui préside au foyer, protecteur de la maison : πῦρ ἑστιοῦχον PLUT feu protecteur du foyer, symbole de la perpétuité du foyer et de la fortune de la maison.
Étymologie: ἑστία, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἑστιοῦχος:
1 охраняющий домашний очаг, хранитель, хранительница (Δημήτηρ ἑ. Ἐλευοῖνος χθονός Eur.; ἑστιοῦχος καὶ θεραπευτὴς ὁσίων τε καὶ ἱερῶν Plat.);
2 имеющий свой алтарь, обладающий святилищем, священный (γαῖα Aesch.; πόλις Soph.);
3 имеющий очаг (αὐλή Eur.);
4 горящий на очаге или алтаре (πῦρ Plut.);
5 дающий пир, т. е. хозяин дома Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, φύλαξ τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, γαῖα, πόλις, αὐλή Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. ψόλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. ἀντί μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά Πολυδ. Ϛ΄, 11.
Greek Monolingual
ἑστιοῦχος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῦχ' Ἐλευσῖνος χθονός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει βωμό ή εστία
3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό
4. αυτός που φιλοξενεί, φιλεύει, παρέχει ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + -ούχος (< έχω) πρβλ. πολιούχος].
Greek Monotonic
ἑστιοῦχος: -ον (ἔχω),
1. φύλακας σπιτιού, φρουρός, προστάτης, σε Ευρ.
2. αυτός που έχει βωμό ή εστία, σε Τραγ.
Middle Liddell
ἑστι-οῦχος, ον [ἔχω]
1. guarding the house, a guardian, Eur.
2. having an altar or hearth, Trag.
English (Woodhouse)
tutelary, guarding the altar, guarding the home, guarding the household, protecting a country, protecting the land, tutelary guardian