ἀνεμόεις
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
English (Slater)
ᾱνεμόεις windy Αἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7) ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (pr., i. e. to the wind ) (P. 1.92)
German (Pape)
[Seite 222] ἀνεμόεσσα, ἀνεμόεν, vgl. ἠνεμόεις, lustig, Aesch. Ch. 584; αὔρα Soph. Trach. 949 [hier u. bei Pind. Ol. 1, 92, ἱστίον, u. 4, 8, ἶπος ἀνεμόεσσα Τυφῶνος, ist α lang, als dor. Form für ἠνεμόεις; übertr., φρόνημα, der windschnelle Gedanke, Soph. Ant. 352, ch., nach Anderen minder gut = erhabene Weisheit; ὄχθος, den Winden ausgesetzt, Eur. Heracl. 779.
French (Bailly abrégé)
ἀνεμόεσσα, ἀνεμόεν;
1 battu des vents;
2 qui souffle avec force;
3 léger comme le vent ou rapide comme le vent ; fig. ἀνεμόεν νόημα SOPH pensées agiles, sel. d'autres pensées sublimes.
Étymologie: ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμόεις: эп. ἠνεμόεις, ἀνεμόεσσα, ἀνεμόεν (ᾰν, дор. ᾱν)
1 обвеваемый ветрами (Ἴλιος, ἄκρις Hom.; ὄχθος Eur.);
2 колеблемый ветром (ἐρινεός Hom.);
3 надутый ветром (ἱστίον Pind.);
4 быстрый как ветер (αὔρα, φρόνημα Soph.; πτανά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόεις: Δωρ. ἀντὶ ἠνεμόεις.
Greek Monolingual
ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α)
1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα»).
Greek Monotonic
ἀνεμόεις: Δωρ. αντί ἠνεμόεις.