ἀμετάπειστος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ον,
A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003. II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v. l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.