σάφα

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάφᾰ Medium diacritics: σάφα Low diacritics: σάφα Capitals: ΣΑΦΑ
Transliteration A: sápha Transliteration B: sapha Transliteration C: safa Beta Code: sa/fa

English (LSJ)

[σᾰ], poet. Adv. of σαφής,

   A clearly, plainly, assuredly, in Hom. esp. with Verbs of knowing, most freq. σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, etc., like εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, etc., to know assuredly, of a surety, followed by interrog., Il.2.192, 252, al.; by εἰ, 5.183; c. acc. and interrog. clause, Od.17.373; abs., 2.108; c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il.12.228, cf. Od.1.202; c. inf., Il.15.632; freq. in Trag., σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι, etc., A.Supp.740, Pers.337, etc.; Com., σάφ' ἴσθι ὅτι Ar. Pl.889; less freq. in Prose, Antipho 6.18, X.Cyr.4.5.21; also ἐπιστάμεναι σ. θυμῷ Od.4.730; σ. ἐπίστασθαι Hp.Art.64; σ. δαείς Pi.O. 7.91: also with Verbs of speaking, clearly or with certainty, σ. εἰπεῖν Od.2.31, Pi.O.8.46; σ. φράζειν Hp.Acut.3; μυθήσασθαι Theoc.25.198; σ. εἰπεῖν speak truly, opp. ψεύδεσθαι, Il.4.404.

German (Pape)

[Seite 865] poet. adv. zu σαφής, sichtlich, deutlich, verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς u. s. w., wie εὖ εἰδέναι, bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so σάφα ἐπί. στασθαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' ἴσθι Xen. Cyr. 1, 6, 10, οἶδα 4, 5, 21; – sonst noch σάφα εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im Ggstz von ψεύδεσθαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.

Greek (Liddell-Scott)

σάφᾰ: [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ σαφής, φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., μάλιστα μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, κτλ., γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· συχν. ὡσαύτως παρὰ Τραγικ., σάφ’ οἶδα, σάφ’ ἴσθι κτλ.· σάφ’ ἴσθι ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, σάφα ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· σάφα δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - συχν. ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, σάφα εἰπεῖν, λέγω σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· λέγω ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. σαφής.