δεσποτεία
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ἡ,
A the power of a master over slaves, or the relation of master to slaves, Pl.Prm.133e, Arist.Pol.1253b18, 1278b32; of husband over wife, Ph.1.40, cf.151. 2 absoluterule, despotism, Pl.Lg. 698a, Luc.Luct.6; δ. βαρβαρική Isoc.5.154. II ownership, BGU 1187.32 (i B. C.), POxy.67.10 (iv A. D.), Just.Nov.2.2Pr.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, wie sie der Perserkönig hat, dah. βαρβαρική Isocr. 5, 154; Plat. Legg. III, 698 a; Ggstz δουλεία Parm. 133 e u. Sp., wie Luc. luct. 5.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτεία: ἡ, ἡ ἐξουσία τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν δούλων, ἢ ἡ σχέσις τοῦ δεσπότου πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 4, 3. 6, 3 (πρβλ. δεσποτικός). 2) ἀπόλυτος ἀρχή, δεσποτισμός, ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀσιατῶν, Πλάτ. Νόμ. 698, Ἰσοκρ. 113D, Συλλ. Ἐπιγρ. 127. 28. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος, ἀπόλυτος κυριότης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χρῆσις (ὅτε τις ἠδύνατο νὰ καρπῶται πρᾶγμά τι, μὴ ἔχων ὅμως κυριότητα ἐπ’ αὐτοῦ).