σίλφιον
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
τό,
A laserwort, Ferula tingitana, the juice of which was used in food and medicine, Sol.39; ὀπὸς σιλφίον Hp.Acut.23; σ. ἢ ὀπὸς ἢ καυλός ib.37, Gal.12.123, cf. S.Fr.603, Antiph.88, Alex. 127.5, Thphr.HP6.3.1, Nic.Al.309, Dsc.3.80, Poll.6.67; freq. in Ar. as an eatable, esp. mashed with cheese, Av.534, 1579; having a strong flavour, Eq.895sq.: largely grown in and exported from Cyrene, hence prov., τὸ Βάττου σ., of rare and precious commodities, Id.Pl.925, Arist.Fr.528; γαλαῖ ἐν τῷ σ. γινόμεναι in the silphium-region, Hdt.4.192, cf. 169: of other plants, σ. κατὰ Μηδίαν, Ferula Assafoetida, Dsc.l.c.; σ. κατὰ Συρίαν καὶ Ἀρμενίαν, Prangos ferulacea, ibid.; σ. ἐν Καυκάσῳ, Ferula alliacea, Aristobul. ap. Arr.An.3.28.6.
German (Pape)
[Seite 881] τό, eine Pflanze, laserpitium, deren Saft als Arznei und an Speisen gebraucht ward; zuerst bei Her. 4, 169. 192; Soph. frg. 945; Ar. Equ. 892 Av. 534 u. öfter; Theophr. u. Folgde. Die wohlriechende afrikanische Art, die den ὀπὸς Κυρηναϊκός gab, ist ferula tingitana od. thapsia gummitera nach Sprengel; die persische, von der der ὀπὸς Μηδικός kommt, ist unsere asa foetida.
Greek (Liddell-Scott)
σίλφιον: τό, Λατιν. laserpitium, φυτόν τι, οὗ τὸν ὀπὸν μετεχειρίζοντο εἰς τροφὴν καὶ φαρμακοποιίαν, Σόλων 38, Ἡρόδ. 4. 169· ὀπὸς σ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ὀπὸς καὶ καυλὸς αὐτόθι 389, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 945· συχν. παρ’ Ἀριστοφ. ὡς πρᾶγμα ἐδώδιμον, μάλιστα συμφυρόμενον μετὰ τυροῦ, Ὄρν. 534, 1579· ἔχον δὲ ἰσχυρὰν ὀσμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 895 κἑξ. ― Ἐφύετο ἀφθόνως περὶ τὴν Κυρήνην καὶ ἀπετέλει ἐμπόριον ἐξαγωγῆς (πρβλ. καυλός). ἰδε Rawlinson εἰς Ἡρόδ. 4. 69· ἐντεῦθεν ἡ παροιμία, τὸ Βάττου σίλφιον, ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτίμων πραγμάτων, Ἀριστοφ. Πλ. 925, Ἀριστ. Ἀποσπ. 485. ― Ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ὀνόματι τὸ σίλφιον σχεδὸν ἐπὶ τῆς σημασίας: ἡ τοῦ σιλφίου χώρα, 4. 192. ― Ἐνίοτε σιλφίον ἐκαλεῖτο καὶ ἡ ῥίζα τοῦ φυτοῦ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στέλεχος (καυλός)· τὸ σπέρμα (μαγύδαρις), καὶ τὸ φύλλον (μάσπετον), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρ.» 1, Ἄλεξ. εν «Λεβ.» 2. 5, Πολυδ. Ϛ΄, 67.― Ὁ Bentl. (Correspondence, Letters 235, παρὰ τῷ Gaisf. εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) νομίζει ὅτι εἶναι ἡ assafoetida, ἣν εἰσέτι μετὰ πολλῆς εὐχαριστήσεως ἐσθίουσιν ἐν τῇ Ἀνατολῇ· ἤδη δὲ νομίζεται ὅτι τὸ Περσικὸν εἶδος, ὅπερ παρῆγε τὸν ὀπὸν Μηδικόν, ἦτο ἡ assafoetida, τὸ δὲ Ἀφρικανικὸν εἶδος, ὅπερ παρῆγε τὸν ὀπὸν Κυρηναϊκόν, ἦτο (κατὰ τὸν Della Cella) ἡ Ferula lingitana, ἢ (κατὰ τὸν Sprengel) ἡ Thapsia gummifera, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε ὡσαύτως Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίλφιον· ξηρόν. οἱ δὲ νεκρόν».