Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔμπλεος

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπλεος Medium diacritics: ἔμπλεος Low diacritics: έμπλεος Capitals: ΕΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: émpleos Transliteration B: empleos Transliteration C: empleos Beta Code: e)/mpleos

English (LSJ)

α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al.164:—

   A quite full of a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην 22.3; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον 14.113; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο 19.580; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι Hdt.1.59, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht.194e.    2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R.411c; πάσης πονηρίας Plb.27.15.6, etc.    3 in full measure, complete, ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες Ph.1.185; f.l. for ἔμπεδος in Orph.Fr.261.

German (Pape)

[Seite 814] α, ον, att. ἔμπλεως, ων, ep. ἔμπλειος u. ἐνίπλειος, angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως ἔμπλεως ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; πεδίον δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ ὄμμα πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα μᾶλλον ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλεος: α, ον: Ἀττ. -πλεως, ων: Ἐπ. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, -η, -ον, Ὀδ.: μεταγ. ἐνίπλεος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 119, Ὀρφ. Λιθ. 190· ἑτερόκλ. αἰτ. ἔμπλεα Νικ. Ἀλεξιφ. 164· ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, γαστέρα... ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Ὀδ. Σ. 118· φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Χ. 3· σκύφος... οἴνου ἐνίπλειον Ξ. 113· δῶμα... ἐνίπλειον βιότοιο Τ. 580· κύων... ἐνίπλειος κυνοραιστέων Ρ. 300· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, λέβητες... κρεῶν ἔμπλεοι Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. 2. 62· γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔμπλ. δυσκολίας ὁ αὐτ. Πολ. 411C· πονηρίας Πολύβ. 27. 13, 6, κτλ.: - τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 1019 χωρίον, σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν, φαίνεται ἐφθαρμένον, ὁ Jebb ἔχει: σοὶ γὰρ *ἑτοῖμα *ἐς πλέον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν· ὁ Campbell ὑποστηρίζει τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων.