ἀνάθεμα
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
poet. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) properly,
A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d (Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K. 2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc. II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.
German (Pape)
[Seite 188] τό, p. = ἀνάθημα, bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) κυρίως, ὡς τὸ ἀνάθημα, πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, ἄνθεμα Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» = κεχωρίσθω πάντων, ἀλλότριος ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει εἶναι θεούς, ἀνάθεμα ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. κατάρα, εἴδε ἀναθεματίζω Ι. 2.