ἄζα
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ἡ,
A heat, ἠελίου Opp.C.1.134, cf. 3.324. 2 dryness, of the skin, χροός Nic.Th.304. 3 metaph., unsatisfied desire, Call.in PGen.97 ii 7. II dirt, mould, σάκος πεπαλαγμένον ἄζη Od. 22.184. 2 dry sediment, Sch. Theoc.5.109. (Cf. Lat. areo.)
German (Pape)
[Seite 43] ἡ, Dürre, χροός Nic. Th. 303; Gluth, ἠελίοιο Opp. C. 1, 133, vgl. 3, 324; Staub, Schmutz, σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. Od. 22, 184 (ἅπαξ εἰρημ.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄζα: ἡ, (ἴδ. ἄζω) = θερμότης, ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. ξηρασία, ξηρότης τοῦ δέρματος: χροός, Νίκ. Θ. 304, ἔνθα ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς (σάκκος) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109.