ἐπιχέω

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχέω Medium diacritics: ἐπιχέω Low diacritics: επιχέω Capitals: ΕΠΙΧΕΩ
Transliteration A: epichéō Transliteration B: epicheō Transliteration C: epicheo Beta Code: e)pixe/w

English (LSJ)

fut. -χέω, 2sg. ἐπιχεῖς Ar.Pax169 : aor. 1 ἐπέχεα; Ep. aor. I ἐπέχευα, inf. ἐπιχεῦαι (v. infr.):—

   A pour over, χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε..νίψασθαι Od.1.136, etc.; in full, χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Il.24.303 ; χερσὶ δ' ἐφ' ὕδωρ χευάντων Od.4.213, etc.; also οἴνῳ ἐπιχεῖν ὕδωρ X.Oec.17.9.    2 metaph., τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε Il. 24.445 ; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν 5.618 ; ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦε Od. 3.289 ; θρῆνον pour a lament over one, Pi.I.8(7).64 (tm.); ὀδμήν A.R. 2.191 (tm.); βλασφημιῶν ἐ. (gen. partit.) Luc.JTr.35.    3 of solids, heap up, θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258, cf. Il.23.256 ; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν 6.419:—Med., ὕπερθ' ἐπὶ σῆμα χέεσθαι A.R.3.205.    II pour in, ἀπαντλοῦντα καὶ ἐ. Pl.R.407d; ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί' ἐπαντλεῖ κακά Diph.107 codd. Stob.; fill a cup, Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο AP12.168 (Posidipp.).    B Med., pour or throw over oneself, χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων Od.5.487 ; κατακλιθεὶς ἐπιχείσθω τὴν πέριξ ἄμμον Antyll. ap. Orib.10.8.4 ; ἐπεχεύατο πήχεε παιδί she threw her arms round the boy, A.R. 1.268 ; but πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην for himself, Od.5.257.    2 pour itself over, Q.S.14.604.    3 anoint oneself, ἀπὸ δείπνου Test.Epict. 4.22.    II have poured out for one to drink, ἐ. ἄκρατόν τινος drink it to any one's health or honour, esp. of lovers' toasts, Theoc.14.18, cf. Antiph.81.2 codd.Ath.; ἔρωτος ἀκράτω (gen. partit.) ἐπεχεῖτο Theoc.2.152 ; also simply ἐπιχεῖσθαί τινος Phylarch.31J.   C Pass., to be poured over, ἰλύος ἐπιχυθείσης X.Oec.17.12 : metaph., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Plu.Rom. 15.    2 metaph., of a crowd, stream on or in pursuit, ἐπέχυντο (Ep. aor. 2 Pass.) Il.15.654 ; ἀνὰ νῆας 16.295 ; so, come like a stream over, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας..μῦς ἀρουραίους Hdt.2.141 ; τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Theopomp.Hist.217c.    3 to be poured in as an addition, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, of the discussion, that has now been started, Pl.Plt.302c ; ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθείς Id.Lg.793b.    II to be drowned in, ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους Luc.Asin.47.

German (Pape)

[Seite 1003] (s. χέω), darauf-, darübergießen, χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε – νίψασθαι, sie goß Wasser über die Hände zum Waschen, wie es immer vor der Mahlzeit geschieht, Od. 1, 136 u. öfter; χερσὶν ὕδωρ Il. 24, 303; φέρ' ἐπιχέω καὶ τὸ μέλι τουτί Ar. Pax 252; dazugießen, τῷ οἴνῳ τα καὶ ἐπιχέαντα Plat. Rep. III, 407 d. – Auch von nicht flüssigen Dingen, darauf-, dazuschütten, χυ τὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Il. 23, 256, wie ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν, einen Erdhügel aufschütten, 6, 419; eben so in tmesi, τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε 24, 445, Od. 2, 396, Schlaf über Einen ausgießen; ἀνέμων ἀϋτμένα 3, 289; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν Il. 5, 618; ἐπίχει τῶν βλασφημιῶν, stoße Schmähreden aus, Luc. Iup. trag. 35; – pass., ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους, damit begossen, Luc. Asin. 47; – med., od. pass., darauf, darüber strömen, fließen, ἰλύος ἐπιχυ θείσης Xen. Oec. 17, 12; bes. übertr. von Menschen, zuströmen, Δαναοὶ δ' ἐπέχυντο νῆας ἀνὰ γλαφυράς Il. 16, 295. 15, 654; öfter Plut.; von Thieren, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας μῦς ἀρουραίους Her. 2, 141; von der Rede, die sich über Etwas verbreitet, Plat. Polit. 302 c Legg. VII, 793 b; vgl. noch Pol. τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων 8, 11, 3; – aor. 604. – Eigtl. med., sich aufschütten, aufhäufen, πολλὴν δ' ἐπεχεύατο ὕλην, χύσιν – φύλλων Od. 5, 257. 487; auch mit entfernterer Beziehung auf das subj., ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, umarmte ihren Sohn, Ap. Rh. 1, 268. – Auch = für sich eingießen lassen, um auf Jemandes Gesundheit zu trinken, ἄκρατόν τινος, Theocr. 2, 151. 14, 18; ohne des Demetrius Gesundheit trinken, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b. So auch das act., Posidipp. 10 (XII, 168), Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο, schenk zwei Becher ein auf die Gesundheit der N. u. L, Vgl. ἐπίχυσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχέω: μέλλ. -χεῶ (ἴδε χέω), β΄ πρόσ. ἐπιχεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 169: ἀόρ. α΄ ἐπέχεα: ― Ἐπικ. ἐνεστ. ἐπιχεύω: ἀόρ. α΄ ἐπέχευα: ἀπαρ. ἐπιχεῦαι Ὅμ. Χύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχύνω, χέρνιβα δ’ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε... νίψασθαι Ὀδ. Α. 136, κτλ.· πλῆρες, χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Ἰλ. Ω. 303· χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων Ὀδ. Δ. 213· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως, οἴνῳ ἐπιχέειν ὕδωρ Ξεν. Οἰκ. 17. 9. 2) μεταφ., τοῖσι δ’ ἐφ’ ὕπνον ἔχευε Ἰλ. Ω. 445· Τρῶες δ’ ἐπὶ δούρατ’ ἔχευαν Ε. 618· ἀνέμων ἐπ’ ἀϋτμένα χεῦεν Ὀδ. Γ. 289· θρῆνον ἐπ. Πινδ. Ι. 8 (7). 129· ὀδμὴν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191· βλασφημιῶν ἐπ. (γεν. διαιρ.) Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 35. 3) ἐπὶ στερεῶν, ὡς τὸ χώννυμι, θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Ὀδ. Γ. 258, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 256· ἐπὶ σῆμ’ ἔχεεν Ζ. 419· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 205. ΙΙ. ἐγχέω, ἐγχύνω, ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπ. Πλάτ. Πολ. 407D· ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί’ ἀπαντλεῖ κακὰ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 26· πληρῶ ποτήριον. Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο Ἀνθ. Π. 12. 168, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 3. 8, 13., 19. 9, καὶ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. Β. Μέσ., ἐπιχύνωῥίπτω ἐπάνω μου, χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων Ὀδ. Ε. 487· ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, ἐξέτεινε τὰς χεῖράς της περὶ τὸν παῖδα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 268· ἀλλά, πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην, δι’ ἑαυτόν, Ὀδ. Ε. 257. 2) ποντώθη δ’ ἄρα γαῖα, βυθὸς δ’ ἐπεχεύατο πάντῃ, ἡ δὲ θάλασσα ἐπέχεεν ἑαυτὴν πανταχοῦ, Κόϊντ. Σμ. 14. 604. ΙΙ. ἔδοξ’ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον, ὧτινος ἤθελ’ ἕκαστος, ἤτοι λαμβάνειν καὶ ἐπισπένδειν εἰς οὗτινος ὄνομα ἤθελεν ἕκαστος, ἐπὶ ἐρωτικῶν προπόσεων, Θεόκρ. 14. 18, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 3· ὡσαύτως, ἔρωτος ἀκράτω (γεν. διαιρετ.) ἐπεχεῖτο Θεόκρ. 2. 152· καὶ ἁπλῶς, ἐπιχεῖσθαί τινος Φύλαρχ. ἐν Ἀποσπ. 29· ἴδε Welcker Θέογν. 315, καὶ πρβλ. τὴν λ. ἐπίχυσις ΙΙ. Γ. Παθ., ἐπιχέομαι, χύνομαι ἐπάνω, ἰλύος ἐπιχυθείσης Ξεν. Οἰκ. 17, 12· μεταφ., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Πλουτ. Ρωμ. 15. 2) μεταφ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων συρρεόντων εἴς τινα τόπον, ἐπέχυντο (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ.), Ἰλ. Ο. 654· ἀνὰ νῆας Π. 295· οὕτως, ἐπέρχομαι ὡς χείμαρρος ἢ ῥεῦμα, τοῖς ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας... μῦς ἀρουραίους Ἡρόδ. 2. 141· τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Θεόπομπ. παρὰ Πολυβ. 8. 11, 13. 3) μεταφ., ἐπὶ λόγου, ἐγχέομαι ὡς προσθήκη, Λατ. supervenio, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, περὶ τῆς συζητήσεως ἧς τώρα ἐγένετο ἀρχή, Πλάτ. Πολιτικ. 302C· ὁ νῦν δὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 793B. ΙΙ. ἐπὶ ὀπτῶν ἰχθύων,... ἰχθῦς, τοῦτο μὲν ἐν γάρῳ καὶ ἐλαίῳ κατακειμένους, τοῦτο δὲ νάπυϊ ἐπικεχυμένους Λουκ. Ὄνος 47.