σύναψις

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναψις Medium diacritics: σύναψις Low diacritics: σύναψις Capitals: ΣΥΝΑΨΙΣ
Transliteration A: sýnapsis Transliteration B: synapsis Transliteration C: synapsis Beta Code: su/nayis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = συναφή, contact, Arist.Ph.227a15, Metaph.1069a9, LI971b22, Thphr.Sens.73; ἡ σ. αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν Pl.Tht. 195d: pl., Id.Ti.40c, Plu.2.558f, etc.; dub. in Heraclit.10.    II point or line of junction, τῶν πλευρῶν Arist.Mech.854b39; τῆς θερμαστρίδος ib.854a23; τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβί Id.PA667b8; τῆς ἀορτῆς (sc. τῷ πλεύμονι) Id.HA513b13.    III in concrete sense, union, cluster (of stars), Id.Mete.343b8.    2 enumeration of misdeeds, deeds, PFlor.295.7 (vi A.D.).    IV league, LXX 3 Ki.16.20, 4 Ki. 10.34.

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.

Greek (Liddell-Scott)

σύναψις: ἡ, = συναφή, συνάφεια, σύνδεσις, ἕνωσις, ἐπαφή, Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος πρός τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου δεσμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ σημεῖον ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος αὐτόθι 21, 2· τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, ἕνωσις, συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).