δύη
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, Dor. (not in Trag.) δύα, poet. Noun,
A misery, anguish, Od.14.215, etc.; πῆμα δύης height of woe, ib.338; πέλαγος ἀτηρᾶς δύης A.Pr.746; γενναία δ. S.Aj.938 (lyr.): pl., πημοναῖς δύαις τε A. Pr.513, cf. 181 (lyr.), 525, etc.: also in late Prose, App.BC4.42; Pythag. name for two (by false etym.), Theol,Ar.12.
German (Pape)
[Seite 671] ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάθεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλθοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.
Greek (Liddell-Scott)
δύη: ἡ, Δωρ. δύα, ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. (ἴδε ἐν λ, δαίω (Α), πρβλ. δυάω, ὀδύνη)· ― ποιητ. λέξις, δυστυχία, ἀθλιότης, ἀγωνία, Ὀδ. Ξ. 215, καὶ Τραγ.· πῆμα δύης, βάρος ὀδύνης, δυστυχίας, Ὀδ. Ξ. 338· πέλαγος ἀτηρᾶς δύης Αἰσχύλ. Πρ. 746· γενναία δύη Σοφ. Αἴ. 938· πληθ., πημοναῖς δύαις τε Αἰσχύλ. Πρ. 512, πρβλ. 179, 525, κτλ.