ἀγέλη

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέλη Medium diacritics: ἀγέλη Low diacritics: αγέλη Capitals: ΑΓΕΛΗ
Transliteration A: agélē Transliteration B: agelē Transliteration C: ageli Beta Code: a)ge/lh

English (LSJ)

ἡ, (ἄγω)

   A herd, of horses, Il.19.281; elsewhere in Hom. always of oxen and kine, Il.11.678, etc., cf. βούνομος·—also, any herd or company, συῶν ἀ. Hes.Sc.168; ἀ. παρθένων Pi.Fr.112; μαινάδων E.Ba.1022; πτηνῶν ἀγέλαι S.Aj.168, E.Ion106; shoal of fish, Opp.H.3.639: metaph., πόνων ἀγέλαι E.HF1276:—also in Pl.R. 451c, Arist.HA570a27, etc., but rare in early Prose.    II in Crete and at Sparta, bands in which boys were trained, Ephor. 64, Plu.Lyc.16, Heraclid.Pol.15, GDI4952 (Dreros), etc.; νέων ἀ. Epigr.Gr.223.8 (Miletus); ἀϊθέων ib.239 (Smyrna).    III = ἀστρικαὶ σφαῖραι Theol.Ar.43.6.

German (Pape)

[Seite 12] ἡ, eine Heerde von getriebenem Vieh (ἄγω), Trift, am häufigsten βοῶν, Hom, Pind., Soph.; ἵππων Il. 19, 281; ἵππων αἰγῶν τε Anaxandr. Ath. IV, 121 c; selbst Schafe einbegriffen, Xen. Mem. 3, 11, 5; πτηνῶν Soph. Ai. 168, ch.; Eur. Ion 106; von anderen Thieren, Sp.; ἀνδρῶν Plat. Legg. III, 694 e; vgl. bes. Polit. in vielen Stellen; μειρακίων Epicrat. Ath. II, 57 d; auch Anthol. – Bei den Kretern u. Spartanern hießen so die Abtheilungen der Knaben, welche zusammen erzogen wurden, Plut. Lyc. 16. – Uebtr. πόνων, Eur. Herc. Fur. 1275.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέλη: ἡ, (ἄγω) συνάθροισις, ἀγέλη, «κοπάδι», ἵππων, Ἰλ. Τ. 281, ἀλλαχοῦ.· παρ’ Ὁμήρ. πάντοτε ἐπὶ βοῶν καὶ ἀγελάδων, Ἰλ. Λ, 678, κτλ.· πρβλ. βούνομος· ― ὡσαύτως, πᾶσα ἀγέληὁμάς, Λατ. grex, συῶν ἀγ., Ἡσ. Ἀσπ. 168, ἀγ. παρθένων, Πινδ. Ἀποσπ. 78, πτηνῶν ἀγέλαι, Σοφ. Αἴ. 168, Εὐρ. Ἴων. 106· μεταφ., πόνων ἀγέλαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1276· πλῆθος ἰχθύων. Ὀππ. Ἁλ. 3. 339· ― ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Πολ. 451G, Ἀριστ. Ἱ. Ζ, 9. 2, 2, κτλ., ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ συχνὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. ΙΙ. Ἐν Κρήτῃ ἀγέλαι ἐλέγοντο αἱ ὁμάδες ἢ τάξεις, ἐν αἷς οἱ νέοι ἀνετρέφοντο ἀπὸ τῆς ἡλικίας δέκα ἑπτὰ ἐτῶν μέχρι τοῦ γάμου· ἐνῷ ἐν Σπάρτῃ οἱ παῖδες ἐχωρίζοντο τῆς πατρικῆς ἑστίας καὶ ἐτάσσοντο εἰς τὰς ἀγέλας (αἵτινες ἐκεῖ ἐκαλοῦντο βοῦαι) ἐν ἡλικίᾳ ἑπτὰ ἐτῶν, Ἔφορ. παρὰ Στράβ. 480, Πλουτ. Λυκ. 16, Ἡρακλειδ. Πολιτ. 3· ὁ ἀρχηγὸς ἀγέλης ἐκαλεῖτο ἀγελάτης, Ἡρακλειδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οἱ δὲ νέοι ἐκαλοῦντο ἀγελαστοί, Ἡσύχ., πρβλ. Müller Dor. 4. 5, 1, κἑξ.· ἴδε καὶ βούα: Ὡσαύτως, νέων ἀγ., ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἀϊθέων, ἐν Σμύρνῃ, 3326.