δημιουργέω

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιουργέω Medium diacritics: δημιουργέω Low diacritics: δημιουργέω Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: dēmiourgéō Transliteration B: dēmiourgeō Transliteration C: dimiourgeo Beta Code: dhmiourge/w

English (LSJ)

(cf. 11. infr.),

   A practise a handicraft, Pl.Plt.288d, etc.; τινί for one, Id.Lg.846e, R. 342e: metaph., ἡ δημιουργήσασα φύσις Arist.PA645a9.    2 c. acc. rei, work at, fabricate Pl.Plt.288e; ἡ φύσις οὐδὲν δ. μάτην Arist.IA711a18, cf. PA647b5; δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν to train him to... Plu.Cat.Ma.20:—Pass., to be wrought or fabricated, Pl.R.414d, al.; τὰ δημιουργούμενα products of arts and crafts, Arist.EN1094b14.    3 of divine power, create, τὸν ὁρατὸν κόσμον Ph.1.4; ὁ δημιουργῶν θεός Numen. ap. Eus.PE11.18.6, cf. Dam.Pr.304, etc.:— Pass., Procl.Inst.207.    II hold office of δημιουργός, CIG4415b (Iotapata), etc.; of a woman, Supp.Epigr.1.393 (Samos, i B. C.); δαμιοργέοντος Μίκκωνος IG9(1).330 (Locr.); to be a civil official, opp. στρατηγέω, Artem.2.22.    b c. acc., administer, δαμιουργεόντων τὰ ἱερά IG9(1).32.44 (Stiris).

German (Pape)

[Seite 562] ein δημιουργός sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: verfertigen, arbeiten; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; θεός Soph. 265 c; σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη φύσις Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; Staatsgeschäfte treiben, Artemidor. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

δημιουργέω: εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, ἐργάζομαι, Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ δύναμις ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐργάζομαι εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, γυμνάζω, καταρτίζω…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., αὐτόθι 1567.