στωικός
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek (Liddell-Scott)
στωικός: -ή, -όν, (στοὰ) ὁ ἀνήκων εἰς στοάν· - ἐντεῦθεν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἢ τὸ σύστημα αὐτῶν (ἐπειδὴ ὁ Ζήνων ἐδίδασκεν ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ)· οἱ τῆς Στ. αἱρέσεως ἡγεμόνες Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2 ἡ Στωικὴ Διογ. Λ. 6. 14· Στωικὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 880, Διογ. Λ. 7. 5· οἱ Στ. φιλόσοφοι Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18· - ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 496, χάριν τοῦ μέτρου, Στοϊκός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στοά / στωϊά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη του Ζήνωνος του Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας
2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός του στωικισμού
β) στον πληθ. οι στωικοί
οι στωικοί φιλόσοφοι
3. φρ. «στωική φιλοσοφία» — ο στωικισμός
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) απαθής, ήρεμος, ατάραχος.
επίρρ...
στωικά Ν
με στωικότητα.