κάθεσις

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθεσις Medium diacritics: κάθεσις Low diacritics: κάθεσις Capitals: ΚΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: káthesis Transliteration B: kathesis Transliteration C: kathesis Beta Code: ka/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (καθίημι)

   A letting down, τῆς κόμης D.L.1.109; of a diving-bell, Arist.Pr.960b33.    2 production of a play, Sch.Ar. V.1317, prob. in Sch.Ra.1060, Sch.Lys.1096.    3 insertion, τοῦ αὐλίσκου Ruf.Ren.Ves.7; of a finger, Antyll. ap. Orib.44.23.1; of a lancet, Orib.7.5.12.    II (from Pass.) descent, Arist.Mete.356a11; κ. νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, das Herablassen (καθίημι), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch οἴκησις, das sich Niederlassen (von καθέζομαι); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.

Greek (Liddell-Scott)

κάθεσις: -εως, ἡ, (καθίημι) τὸ ἀφιέναι πρὸς τὰ κάτω, καταβίβασις, τῆς κόμης Διογ. Λ. 1. 109. 2) ἡ παρουσίασις δραμάτων ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1060. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) κατάβασις, κάθοδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 22, Προβλ. 32. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάθεσιν· καταγωγήν, οἴκησιν».

Greek Monolingual

κάθεσις, ἡ (Α) καθίημι
1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβασηκατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.)
2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώσηκάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.)
3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος
4. αλλοίωση, εκφυλισμός.