σχετλιαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A expressive of anger, A.D.Pron.34.30, al.; ἔννοια Hermog.Id.2.7; σχήματα Aps.Rh.p.333 H.; ἐπίρρημα Sch.Ar.Nu.1.
German (Pape)
[Seite 1055] zum Klagen, Jammern, Zürnen gehörig, geneigt; τὰ σχετλιαστικά, die Interjectionen, die Unwillen ausdrücken, Gramm., z. B. Schol. Ar. Nubb. 1.
Greek (Liddell-Scott)
σχετλιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., ἐπίρρημα Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ σχετλιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σχετλιάζω
αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, παράπονο ή αγανάκτηση και οργή («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν οδύνη ή αγανάκτηση όπως οἴμοι, φεῡ, αλίμονο, αχ, πω πω κ.λπ.)
επίρρ...
σχετλιαστικώς / σχετλιαστικῶς ΝΜ, και σχετλιαστικά Ν
με σχετλιαστικό τρόπο.