λυσσοδίωκτος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A pursued by madness, Orac. ap. X.Eph.1. 6.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσοδίωκτος: -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.
Greek Monolingual
λυσσοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που διώκεται, που κατέχεται από μανία, ιδίως ερωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δίωκτος (< διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, λυκο-δίωκτος].