ἀμάθεια

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, regelmäßige, aber wenig gebräuchliche Form für ἀμαθία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάθεια: ἡ, τύπος ἀδόκιμος ἀντὶ τοῦ ἀμαθία.

Greek Monolingual

η (Α ἀμαθία) αμαθής
έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη
νεοελλ.
έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά
αρχ.
1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος
2. αγένεια, απρέπεια
3. ιδιοτροπία, παραξενιά
4. έλλειψη σύνεσης, μωρία, εθελοτυφλία.