ἐπιλήσμων
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A apt to forget, forgetful, Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. -έστερος X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup.-έστατος Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος) Ar.Nu.790. II. Act., causing forgetfulness, ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6.
German (Pape)
[Seite 958] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήσμων: -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui oublie, oublieux;
Cp. ἐπιλησμονέστερος.
Étymologie: ἐπιλανθάνω.