λεπτουργία

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργία Medium diacritics: λεπτουργία Low diacritics: λεπτουργία Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: leptourgía Transliteration B: leptourgia Transliteration C: leptourgia Beta Code: leptourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fine workmanship, Bito 54.3, J.AJ3.6.4; esp. in wood, cabinet-making, PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., working out in detail, Them.Or.34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; subtlety, Procl.in Prm.p.518 S.

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, feine Arbeit, bes. der Tischler und Drechsler, ἀπὸ ξύλου, Sp., von Geweben, Ios. Uebtr. von geistigen Arbeiten, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργία: ἡ, λεπτὴ ἐργασία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ.

Greek Monolingual

η (AM λεπτουργία) λεπτουργός
καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.)
μσν.
(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή
αρχ.
1. λεπτολογίαπλείων τοῡ ἀνδρὸς ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ λεπτουργία», Θεμίστ.)
2. οξύτητα πνεύματος.