τρίδουλος

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδουλος Medium diacritics: τρίδουλος Low diacritics: τρίδουλος Capitals: ΤΡΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: trídoulos Transliteration B: tridoulos Transliteration C: tridoulos Beta Code: tri/doulos

English (LSJ)

ον,

   A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης . . μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.    II ζεῦγος τ. a leash of slaves, Ar.Fr.576; cf. τριπάρθενος.

German (Pape)

[Seite 1142] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδουλος: -ον, δοῦλος ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς δοῦλος, γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ μήτηρ καὶ προμήτωρ ἦσαν ἐπίσης δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ τρίδουλος Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος, ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... ὥστε γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε τριγονία. ΙΙ. ζεῦγος τρίδουλον, τρεῖς δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ ζεῦγος ἔθηκε, ζεῦγος τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), τριπάρθενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de parents esclaves depuis trois générations.
Étymologie: τρίς, δοῦλος.