ὕσγινον
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
τό, a vegetable dye of bright crimson or scarlet colour, perh. the
A kermes (v. ὕσγη), Nic.Th.511, AP6.254 (Myrin.); hysginum, Vitr.7.14.1 (excygno codd.), Plin.HN9.140, 21.170, 35.45 (hygino, yyg-, yog-, id genus, codd.), Dig.32.1.78.5, Isid.Etym.19.17.15 (iscino): gen. sg. ισγινης Edict.Diocl.19.8; ισγενης, ib.24.9-12. 2 scarlet cloak, τὸ ἄλλο ζεῦγος τῶν ὑσγείνων POxy.531.17 (ii A. D.). [ῑ Nic. and AP ll. cc.; but ὑσγῐνόεις Nic.Th.870: the forms ισγινη, ισγενη point to a naturally short, ι, lengthd. metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
ὕσγῑνον: τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα χρῶμα ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι Γαλατικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ πρῖνος, Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
teinture écarlate.
Étymologie: DELG ὕσγη.
Par. φοῖνιξ¹, κόκκινος.