πλεονεξία

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονεξία Medium diacritics: πλεονεξία Low diacritics: πλεονεξία Capitals: ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ
Transliteration A: pleonexía Transliteration B: pleonexia Transliteration C: pleoneksia Beta Code: pleoneci/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greediness, assumption, arrogance, τῶν Σπαρτιητέων ἡ π. Hdt.7.149, cf. And.4.13, Th.3.82, Isoc.12.240, Pl. R.359c, X.HG3.5.15; π. συγγενική wrong done to one's kin, Iamb. VP24.108.    2 assumption, αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι π. Arist.SE175a19.    II advantage, Isoc.4.183, 15.275, D.23.128: pl., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ π. Isoc.3.22, etc.; αἱ π. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι, X.Cyn.13.10; ἐπὶ πλεονεξίᾳ with a view to one's own advantage, Th.3.84, X.Mem.1.6.12; μετὰ πλεονεξίας τινὸς ἀγωνίζεσθαι πρὸς [τὰ θηρία] Id.Cyr.1.6.28; πλεονεξίαι ψυχῆς excellences, Plot.4.6.3.    2 a larger share of a thing, τῶν πολιτικῶν δικαίων Arist.Pol.1282b29.    3 gain derived from a thing, τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν D.21.28; αἱ π. τῶν πλουσίων undue gains, Arist.Pol.1297a11, cf. Pl.R.586b; π. ἔκ τινος Plb.6.56.3.    III excess, opp. ἔνδεια, Pl.Ti.82a.

German (Pape)

[Seite 630] ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσθαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονεξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ τρόπος τοῦ πλεονέκτου, ἀπληστία, τάσις πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. κέρδος, ὠφέλεια, Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) μετὰ γεν. προσώπ., ὑπεροχὴ ὑπεράνω τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28. 4) μεγαλειτέρα μετοχὴ ἔκ τινος πράγματος, τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 12, 3· κέρδος, τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν Δημ. 523. 14· πλ. ἔκ τινος Πολύβ. 6, 56, 3. ΙΙΙ. ἀφθονία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, Πλάτ. Τιμ. 82Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fait d’avoir plus qu’autrui ; gain, avantage ; particul. supériorité sur qqn, prépondérance;
2 fait de désirer plus qu’on ne doit ; cupidité, esprit de convoitise, appétits insatiables.
Étymologie: πλεονέκτης.