λιπαρέω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρέω Medium diacritics: λιπαρέω Low diacritics: λιπαρέω Capitals: ΛΙΠΑΡΕΩ
Transliteration A: liparéō Transliteration B: lipareō Transliteration C: lipareo Beta Code: lipare/w

English (LSJ)

   A persist, persevere, hold out, of obstinate resistance, λιπαρήσομεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν Hdt.8.144: in part., τοὺς Λυδοὺς τέως μὲν διάγειν λιπαρέοντας continued to hold out, under pressure of famine, Id.1.94: reversely, with part. added, λιπαρέετε μένοντες persist in holding your ground, Id.9.45; ἐλιπάρεε ἱστορέων persisted in inquiring, Id.3.51: c. dat., λ. τῇ πόσει keep on drinking, Id.5.19; λ. τῇ ἑταίρᾳ D.L.6.66.    II of persistent entreaty,    1 abs., to be importunate, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Hdt.1.86, cf. 2.42, 9.111, A.Pr.520, Pl.Cra.413c, Men.Epit.54, Herod.6.28,93; γενοῦ γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452, cf. D.21.206.    2 c. acc. et inf., beseech one to do a thing, A.Pr.1004; also τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; to obtain what request dost thou so importune me? S.OT1435; λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν importunate to obtain, Id.OC776; ξυγγενέσθαι . . μ' ἐλιπάρει . . μάζαις importuned me to become acquainted with cakes, Telecl.38 (cj. Porson), cf. X.Oec.2.16; also λ. τινὰ ὅπως . . PAmh. 2.79.47 (ii A. D.); ἐξαιτήσεσθαι καὶ λιπαρήσειν παρ' ὑμῶν αὐτόν entreat earnestly for him at your hands, D.21.208; but also λ. βωμούς importune... Plb.32.15.7:—Pass., to be earnestly entreated, ὑπό τινων X. HG3.5.12.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρέω: [[[λιπαρής]]]· ‒ ἐπιμένω, ἐμμένω, ἐπὶ ἐπιμόνου ἀντιστάσεως, λιπαρήσομεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν Ἡρόδ. 8. 144· οὕτω κατὰ μετοχ., καὶ τοὺς Λυδοὺς τέως μὲν διάγειν λιπαρέοντας, καὶ ὅτι οἱ Λυδοὶ ἐξηκολούθουν ὑπομένοντες, καίπερ πιεζόμενοι ὑπὸ τῆς πείνης, 1. 94· ἀλλ᾿ ὡσαύτως τἀνάπαλιν ὡς ὀρθολεκτ. ῥῆμα μετὰ μετοχῆς, λιπαρέετε μένοντες, ἐπιμένετε διατηροῦντες τὴν θέσιν σας, 9. 45· ἐλιπάρεε ἱστορέων, ἐπέμενεν ἐξετάζων, 3. 51· ὡσαύτως μετὰ δοτ., τῇ πόσει μὴ λιπάρεε, μὴ ἐξακολούθει νὰ πίνῃς, 5. 19· λ. τῇ ἑταῖρᾳ Διογ. Λ. 666. ΙΙ. ἐπὶ ἐπιμόνου δεήσεως, 1) ἀπολ., ἐπιμένω δεόμενος, ἐπιμόνως παρακαλῶ, καθικετεύω, γίνομαι ἐνοχλητικός, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 2. 42., 9. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 520, Πλάτ. Κρατ. 413Β, κτλ.· γενοῦ γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452, πρβλ. Δημ. 580. 27. 2) μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Πρ. 1004· ὡσαύτως, τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; τίνα χάριν τόσον ἐπιμόνως ἱκετεύεις νὰ ἔχῃς παρ᾿ ἐμοῦ; Σοφ. Ο. Τ. 1435· λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν, ἐπιμόνως δεομένῳ, ἱκετεύοντι τυχεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 776· ξυγγενέσθαι… μ᾿ ἐλιπάρει… μάζαις, θερμῶς μὲ παρεκάλει νὰ λάβω γνωριμίαν τῶν πλακουντίων, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 7· πρβλ· Ξεν. Οἰκ. 2, 16. 3) μετ᾿ αἰτ., ἐξαιτήσεσθαι τοῦτον καὶ λιπαρήσειν παρ᾿ ὑμῶν Δημ. 581. 17· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, λ. βωμούς, ἱκετεύειν ἐπιμόνως…, Πολύβ. 32. 25, 7· ‒ Παθ., θερμῶς ἱκετεύομαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’attacher à, insister, persister : τῇ πόσι HDT persister à boire ; avec un part. : ἐλιπάρεε ἱστορέων HDT il persistait à interroger;
2 particul. prier avec insistance, supplier d’une manière pressante ; avec un inf. : ὅσα λιπαρεῖς παρ’ ἐμοῦ μανθάνειν XÉN tout ce que tu cherches à savoir de moi avec tant d’insistance ; Pass. λιπαρεῖσθαι ὑπό τινος XÉN être obsédé par qqn.
Étymologie: λιπαρής.