ἀρχικός

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχικός Medium diacritics: ἀρχικός Low diacritics: αρχικός Capitals: ΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: archikós Transliteration B: archikos Transliteration C: archikos Beta Code: a)rxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀρχή)

   A of or for rule, royal, πυθμήν A.Ch.260; γένος Th.2.80; official, δικαστήριον Chor. in Rev.Phil.1.219: neut. pl. ἀρχικά as Subst., perh. presents demanded by officials on entering office, PTeb. 3.57A22.    2 of persons, fit for rule, command, or office, Pl.Prt. 352b, al., Isoc.2.24; having served as magistrates, CIG2774 (Aphrodisias): c. gen., ἀνθρώπων X.Mem.1.1.16; νεώς Pl.R.488d; φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν Arist.EN1161a18; ἔστιν -κώτατα τῶν γενῶν Σκύθαι καὶ Θρᾷκες καὶ Πέρσαι Isoc.4.67. Adv. -κῶς, ἔχοντες Lib.Or.11.148; ἱερατικῶς καὶ ἀ. φυλαττόμενα Just.Nov.58.    3 dominant, sovereign, ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη the sovereign science, i.e. σοφία, Arist.Metaph.982b4; τὴν ἀ. χώραν ἔχειν Id.PA665b18; ἀ. ἀρετή, opp. ὑπηρετική, Id.Pol.1260a23:—Math., principal, ἀ. συμπτώματα, of the properties of a curve, Apollon.Perg.Con.1 Praef.; ἀ. διάμετροι principal diameters, ib.1.51.    II belonging to ἀρχαί 11.6, Dam.Pr. 130,344.    III primal, original, γένεσις Phld.D.3.14; -κώτατον αἴτιον S.E.M.9.5. Adv. -κῶς ib.1.46.    2 ἀ. σχῆμα ποιήσεως in which the poet commences with an invocation of the Muses, Zeus, etc., Anon.Fig.p.149S.

German (Pape)

[Seite 366] zum Herrschen, zur Herrschaft geeignet, gehörig, ἀνήρ Plat. Phaedr. 248 d; καὶ ἡγεμονικός Prot. 352 b; gleich ἱκανὸς ἄρχειν Xen. Mem. 1, 1, 7; vgl. An. 2, 6, 8 ff; πυθμήν, der Herrscherstamm, Aesch. Ch. 258; γένος, Herrschergeschlecht oder der zu den Aemtern befähigte Stand. Thuc. 2, 80; Plat. Rep. IV, 444 b; vgl. Isocr. 2, 24; – τὸ ἀρχικόν, Herrschertalent, Dion. Hal. 5, 71. – Auch herrschsüchtig, Isocr. 4, 67. – Adv. ἀρχικῶς, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχικός: -ή, -όν, (ἀρχὴ) ἡγεμονικός, βασιλικός, οὔτ’ ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιτήδειος, κατάλληλος εἰς τὸ κυβερνᾶν, ἔμπειρος εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· μετὰ γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ ἀνώτατος, ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη, ἡ ἀνωτάτη ἐπιστήμη, δηλ. ἡ σοφία, ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ πρώτιστος, Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’autorité ou le chef : ἀρχικὸς πυθμήν ESCHL souche royale ; ἀρχικὸν γένος THC race royale;
2 propre à commander, gén..
Étymologie: ἀρχή.