ἐποικοδομέω

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικοδομέω Medium diacritics: ἐποικοδομέω Low diacritics: εποικοδομέω Capitals: ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: epoikodoméō Transliteration B: epoikodomeō Transliteration C: epoikodomeo Beta Code: e)poikodome/w

English (LSJ)

   A build up, -ήσαντας αὐτὸ (sc. τὸ τεῖχος) ὑψηλότερον Th.7.4, cf. X.HG6.5.12, D.55.25 : metaph., pile up, use a climax, Arist.Rh.1365a16, Rh.Al.1426b3.    2 build upon, ἐπὶ κρηπῖδι X. An.3.4.11 ; ἐπὶ κρηπῖδος Pl.Lg.736e ; ἐπὶ τοὺς τοίχους OGI483.117 (Pergam., ii B.C.) : metaph., Pl.Lg.793c (Pass.) ; φύσει μαθήματα Ph.1.610 ; τινὶ εὐτονίαν, ἀσφάλειαν, Arr.Epict.2.15.8 (Pass.) ; ἐπὶ θεμέλιον or θεμελίῳ, 1 Ep.Cor.3.12, Ep.Eph.2.20 ; θεμελίοις Sor.1.47 (Pass.) ; τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Paus.8.2.6, cf. Dam.Pr.87 (Pass.).    b edify, ἑαυτοὺς τῇ πίστει Ep.Jud.20:—Pass., -ούμενοι ἐν Χριστῷ Ep.Col.2.7.    II = ἐπιτειχίζω, Plb.2.46.5:—Med., στρατόπεδα πέντε -ησάμενος Arr.An.2.1.2.

German (Pape)

[Seite 1006] darauf, darüber bauen, τὸ τεῖχος ὑψηλότερον Thuc. 7, 4; ἐπὶ ταύτης οἱον κρηπῖδος μονίμου Plat. Legg. V, 736 e; ἐπὶ δὲ ταύτῃ τῇ κρηπῖδι ἐπῳκοδόμητο πλίνθινον τεῖχος Xen. An. 3, 4, 11; übertr., von der Rede, neben συντιθέναι, Arist. rhet. 1, 7; – nachbauen, ausbessern, wieder herstellen, Xen. Hell. 6, 5, 11; Dem. 55, 25; – gegen Einen erbauen, anlegen, φρούριον Pol. 2, 46, 5. 54, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπὶ προϋπαρχούσης οἰκοδομῆς, ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ (δηλ. τὸ τεῖχος) οἱ Ἀθηναῖοι ὑψηλότερον, καταστήσαντες αὐτὸ ὑψηλότερον δι᾿ ἐποικοδομήσεως, Θουκ. 7. 4· μεταφ., ἐπισωρεύω, σχηματίζω οὕτως εἰπεῖν κατακόρυφον σημεῖον, ἀνιοῦσαν ἔμφασιν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, Ρητ. π. Ἀλ. 4. 9· πρβλ. ἐποικοδόμησις. 2) οἰκοδομῶ ἐπί τινος, ἐπὶ κρηπῖδι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11· ἐπὶ κρηπῖδος Πλάτ. Νόμ. 736Ε· μεταφ., τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Παυσ. 8. 2, 6. ΙΙ. οἰκοδομῶ πάλιν, ἀνοικοδομῶ, Πλάτ. Νομ. 793C, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12, Δημ. 1278. 27. ΙΙΙ. ἐπιτειχίζω, Πολύβ. 2. 46, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bâtir sur, par-dessus ; fig. échafauder, accumuler ; aller par gradation;
2 bâtir ensuite ou de nouveau, rebâtir.
Étymologie: ἐπί, οἰκοδομέω.