λιαρός

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐᾰρός Medium diacritics: λιαρός Low diacritics: λιαρός Capitals: ΛΙΑΡΟΣ
Transliteration A: liarós Transliteration B: liaros Transliteration C: liaros Beta Code: liaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.

German (Pape)

[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.

Greek (Liddell-Scott)

λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.